- νυκτογραφώ
- νυκτογραφῶ, -έω (Α)γράφω στη διάρκεια τής νύχτας.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
LUCUBRATIO — apud Plin. Prologo Operis, ubi, postquam Inscriptionum apud Graecos miram feliciatem ostendit, pergit, Nostri crassiores, Antiquitatum, Exemplorum, Artiumque Facetissimi Lucubrationum a lucubro, qui ut faculae cerata, et vocatur Panos vel Phanos … Hofmann J. Lexicon universale
νυκτογραφία — νυκτογραφία, ἡ (Α) [νυκτογραφώ] το να γράφει κανείς στη διάρκεια τής νύχτας … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek